ασημότητα

ασημότητα
η (AM ἀσημότης) [άσημος]
η ιδιότητα του άσημου, του ασήμαντου, η ασημαντότητα ή μηδαμινότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασημότητα — η αφάνεια, μετριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδοξία — ἀδοξία, η (Α) [ἄδοξος] έλλειψη δόξας, κακή φήμη, αφάνεια, ασημότητα …   Dictionary of Greek

  • αδόξημα — ἀδόξημα, το (Α) [ἀδοξῶ] έλλειψη δόξας, κακή φήμη, ασημότητα …   Dictionary of Greek

  • αφάνεια — Όταν ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν τον θάνατό του, ο θάνατος αυτού του προσώπου θεωρείται αποδεδειγμένος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις που δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα, ο θάνατος ενός προσώπου είναι σφόδρα …   Dictionary of Greek

  • ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • Ρέθυμνο — Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”